Μακμίλαν, Έντουιν Μάτισον — Αμερικανός φυσικοχημικός. Βλ. λ. Μακ Μίλαν, Έντουιν Μάτισον … Dictionary of Greek
Πίρι, Ρόμπερτ Έντουιν — (Peary, Κρέσον, Πενσυλβανία 1856 – Ουάσινγκτον 1920). Αμερικανός εξερευνητής. Αφού σπούδασε ναυπηγός, εργάστηκε το 1881 στο σχεδιασμό μιας πλωτής διώρυγας που μελετούσαν να κατασκευάσουν οι Ηνωμένες Πολιτείες από τις ατλαντικές ακτές μέχρι τις… … Dictionary of Greek
Άμποτ, Έντουιν — (Edwin Abbott, 1838 – 1926). Άγγλος θεολόγος, συγγραφέας και σαιξπηρολόγος. Μετά από σπουδές στο Κέιμπριτζ, όπου αρίστευσε, δίδαξε σε διάφορες σχολές (1862 89) και υπήρξε ιεροκήρυκας στο Κέιμπριτζ και την Οξφόρδη. Έργα του: Σαιξπηρική γραμματική… … Dictionary of Greek
Κάναν, Έντουιν — (Edwin Cannan, Μαδέρα 1861 – Λονδίνο 1935). Άγγλος οικονομολόγος. Διετέλεσε καθηγητής στην Οικονομική Σχολή του Λονδίνου (London School of Economics). Θεωρείται από τους μεγαλύτερους ερμηνευτές των φιλοσοφικών θεωριών του Άνταμ Σμιθ. Tο… … Dictionary of Greek
Κρεμπς, Έντουιν — (Gerhard Edwin Krebs, Λάνσινγκ, Αϊόβα 1918 –). Αμερικανός γιατρός και βιοχημικός. Το 1943 έλαβε το πτυχίο του στην ιατρική από το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, όπου στη συνέχεια εργάστηκε ερευνητικά με τους βιοχημικούς Καρλ και Γκέρτι Κόρι. Το… … Dictionary of Greek
Μακ Μίλαν, Έντουιν Μάτισον — (Edwin Mattison MacMillan, Ρεντόντο Μπιτς, Καλιφόρνια 1907 – 1991). Αμερικανός φυσικοχημικός. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Καλιφόρνια. Ανακηρύχτηκε διδάκτορας του πανεπιστημίου του Πρίνστον (1932) και λίγο αργότερα έγινε καθηγητής του… … Dictionary of Greek
Ρόμπινσον, Έντουιν Άρλινγκτον — (Robinson, Χεντ Τάιντ, Μέιν 1869 – Νέα Υόρκη 1935). Αμερικανός ποιητής. Μετά τη διακοπή, για οικονομικούς λόγους, των σπουδών του στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη. Eξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή το 1896 –Ο… … Dictionary of Greek
διαστολή του σύμπαντος — Κοσμογονική υπόθεση η οποία είναι παγκοσμίως αποδεκτή σήμερα από όλους σχεδόν τους αστρονόμους. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα εξωγαλαξιακά νεφελώματα παρουσιάζουν υψηλές ταχύτητες απομάκρυνσης, οι οποίες είναι τόσο μεγαλύτερες όσο μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ιχθυολογία — Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τη μορφολογία, την ανατομία και τη φυσιολογία, τον βιολογικό κύκλο και τις συνήθειες των ψαριών. Τα πρώτα αξιόλογα γραπτά κείμενα στον τομέα της ι. έγραψαν τον 16o αι. οι Πιερ Μπελόν, Ιπόλιτο Σαλβιάνι και Γκιγιόμ… … Dictionary of Greek